- κοσκινευτικόν
- κοσκῐν-ευτικόν, τό,A fee for sifting, PPetr.3p.215 (iii B. C.);
πυροῦ PRyl.71.10
(i B. C.), cf. PTeb.92.10 (ii B. C.), al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροῦ PRyl.71.10
(i B. C.), cf. PTeb.92.10 (ii B. C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσκινευτικόν — κοσκινευτικόν, τὸ (Α) [κοσκινεύω] δαπάνη ή αμοιβή για κοσκίνισμα … Dictionary of Greek